στάβλων

στάβλων
στάβλον
stabulum
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Count of the Stable — The Count of the Stable (Latin: comes stabuli; Greek: κόμης τοῦ σταύλου/στάβλου, komēs tou staulou/stablou) was a late Roman and Byzantine office responsible for the horses and pack animals intended for use by the army and the imperial court.[1]… …   Wikipedia

  • αβαείο — Κοινότητα μοναχών, διοικούμενη από έναν αβά. Επίσης το σύνολο των κτιρίων, όπου η κοινότητα αυτή μένει μόνιμα. Ιστορικά, η εμφάνιση των α. ως μόνιμων κοινωνικών οργανισμών, εγκατεστημένων σε ειδικά κτιριακά συγκροτήματα, συνδέεται κυρίως, αν και… …   Dictionary of Greek

  • κοντόσταυλος — Τίτλος ανώτατων αυλικών και στρατιωτικών αξιωματούχων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και των φραγκικών κρατών. Οι βυζαντινοί κ. συγκαταλέγονταν μεταξύ των ανώτατων τιτλούχων της βυζαντινής ιεραρχίας και απολάμβαναν διάφορα προνόμια, αλλά σταδιακά ο …   Dictionary of Greek

  • σελ(λ)όβαστος — ο, Ν στρ. κρεμάστρα ανηρτημένη στους στύλους τών στάβλων για την τοποθέτηση τής σέλας τών υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλα + βαστώ] …   Dictionary of Greek

  • σταβλάρχης — και οταυλάρχης, ο, Ν 1. στρ. βαθμοφόρος υπεύθυνος για την εποπτεία τών στάβλων 2. αξιωματούχος βασιλικής Αυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάβλος + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • τριβούνος — ὁ, ΜΑ άρχοντας μσν. (στο Βυζ.) 1. διοικητής τών ταγμάτων τού στρατού ο οποίος υπαγόταν στον δρουγγάριο ή μοτράρχη 2. φρ. «τριβοῡνος τοῡ στάβλου» ο διοικητής τών βασιλικών στάβλων αρχ. (στην αρχ. Ρώμη) 1. στρατιωτικός ή πολιτικός αξιωματούχος 2.… …   Dictionary of Greek

  • Δομνίστας, δήμος — Νέος δήμος (2.163 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Άμπλιανης (Σταυροπηγίου), Δομνίστης, Κρικέλλου, Μεσοκώμης, Ροσκάς, Στάβλων και Ψιανών, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • καύσιμο — Υλικό που χρησιμοποιείται στους κινητήρες έκρηξης και στους κινητήρες ντίζελ. Τα κ. έχουν διαφορετικές ιδιότητες, ανάλογα με τον τύπο του κινητήρα για τον οποίο προορίζονται. Για τους κινητήρες έκρηξης έχει υιοθετηθεί ως υγρό κ. η βενζίνη. Τα κ.… …   Dictionary of Greek

  • Φυλεύς — Μυθικό πρόσωπο, γιος του βασιλιά Αυγεία της Ήλιδας. Όταν έγινε στενός φίλος του Ηρακλή, στράφηκε εναντίον του πατέρα του, επειδή αυτός αρνήθηκε την πληρωμή για τον καθαρισμό της λεγόμενης κόπρου του Αυγεία (των βασιλικών στάβλων). Τελικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”